ἀκατανόητος — inconceivable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατανόητος — η, ο (Α ἀκατανόητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, καταληπτός νεοελλ. ο περίεργος, ο ανεξήγητος μσν. αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κατανοῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. ακατανοησία] … Dictionary of Greek
ἀκατανοήτως — ἀκατανόητος inconceivable adverbial ἀκατανόητος inconceivable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανόητον — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem acc sg ἀκατανόητος inconceivable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανοήτοις — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανοήτου — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανοήτῳ — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανόητα — ἀκατανόητος inconceivable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανόητοι — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άληπτος — ἄληπτος, ον (Α) [λαμβάνω] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν νικήσει ή να τόν πιάσει, ακατάβλητος, ασύλληπτος 2. ακατάληπτος, ακατανόητος 3. (στη στωική φιλοσοφία) (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άληπτα τα απαράδεκτα, σε αντίθ. προς τα ληπτά … Dictionary of Greek